Πέμπτη 27 Νοεμβρίου 2008

4 γράμματα...

Ξαφνικά θυμάσαι...Αναπολείς, σκέφτεσαι, ψάχνεις σε καταχωνιασμένα χαρτιά να δεις τι έγραφες...Αλλά δεν έχεις αντίγραφο. Ήταν ένα και μοναδικό. Το έδωσες. Η τύχη του; Που να ξέρεις ο έρμος; Είναι πολλά που δεν ξέρεις. Είναι πολλά αυτά που ξέρει. Είναι πολλά αυτά που λέγονται πίσω από την πλάτη σου. Και δεν έχεις και πολλούς φίλους.

Κοιμάσαι. Και ονειρεύεσαι. Και ξυπνάς. Και κοιτάς γύρω σου. Παντού πράσινο. Το βλέπεις αλλά δεν το νιώθεις. Το ακούς αλλά δεν το έχεις. Το αναπολείς και μελαγχολείς.... Προσπαθείς να γελάσεις και δεν μπορείς. Προσπαθείς να βρεις αρνητικά αλλά μάταια. Ότι και να δεις δεν σ’ αλλάζει. Είσαι αγύριστο κεφάλι εξάλλου.

Θες να πας να βάλεις βενζίνη. Για να προχωρήσεις. Αλλά μάταια. Άρνηση. Αυτό εισπράττεις. Και αναρωτιέσαι για την επόμενη κίνηση σου. Βλέπεις ένα μήνυμα στο κινητό σου και ψιλομπαίνεις στην ίδια θέση. Ναι έχει δίκιο. Τι να κάνει άλλωστε; Αφού ο μικρός χτύπησε μονάχα έναν με το βέλος. Πας μπροστά. Διασκεδάζεις, ξεφαντώνεις. Βρίσκεις υποκατάστατα. Αλλά μάταια. Τίποτα δεν αναπληρώνει την αυθεντική γεύση, την αυθεντική μυρωδιά, που εσύ δεν αισθάνθηκες ποτέ.

Ακούς τραγούδια. Το ίδιο κάνει. Νομίζεις ότι έτσι είναι η ζωή. Κάνεις λάθος. Βγάζεις μια θεωρία. Στην επιβεβαιώνει κάποιος. Αλλά δυστυχώς διαψεύδεται από αυτό που θες.

Ελπίζεις
. Ξανά και ξανά. Δεν σταματάς. Περιμένεις μέχρι τις 2.30. Μάταια. Ακόμα και όταν ο ήλιος ήταν ψιλά δεν ήρθε θα έρθει τώρα; Έτσι λες στο εαυτό σου.

Το παίρνεις απόφαση. Έχει περάσει πολύς καιρός πλέον. 5 και πάμε για τα 6 χρόνια. Αναρωτιέσαι αν κοροϊδεύεις τον εαυτό σου. Μάλλον...

Παίρνεις μια φωτογραφία. Την κοιτάς. Χαμογελάς. Την κρύβεις κάτω από το μαξιλάρι σου. Παίρνεις ένα κομμάτι χαρτί. Κάνεις την πρώτη σου απόπειρα να γράψεις στίχους. Γράφεις, κάτω από την κουβέρτες. Για να μην σε δει η μάνα σου που μπαίνει μέσα στο δωμάτιο για να σου κλείσει το φως και να σου πει καληνύχτα.

Ρωτάς φίλους, γνωστούς. Θέλεις να ξέρεις. Κάτι εμπορικά στιχάκια γίνονται φίλοι σου. Τα ακούς συνέχεια. Νομίζεις ότι λένε την αλήθεια. Ελπίζεις...

Μετά έρχονται οι φίλοι και σου λένε ξεκόλλα. Είναι ψυχροί και εσύ αναζητάς την ζεστασιά. Μάταια. Αλλά έχουν δίκιο. Λες παραιτούμαι! Το έχεις πει χιλιάδες φορές! Τώρα νομίζεις ότι το εννοείς.

Πράσινο. Άπιαστο. Κάτι σαν θρησκεία. Είσαι δογματικός. Κάθε μέρα 4 γράμματα σε ακολουθούν. Ηχούν μέσα στα αυτιά σου.

Και γράφεις. Μπας και γίνει κάτι. Αλλά πιο πολύ το κάνεις για να μιλήσεις. Γιατί είσαι μουγκός.

Αλλά εσύ δεν είσαι σαν του άλλους, τους δήθεν τους μεγάλους. Εσύ είσαι μικρός. Είσαι Δαυίδ και έχεις Γολιάθ μπροστά σου. Αλλά ξέρεις τι είσαι και δεν θέλεις να αλλάξεις. Γιατί εσύ είσαι αγνός.

Ταξιδεύεις αλλά δεν έχεις Ιθάκη. Πηνελόπη;

Μόνο ο Λαέρτης σου έχει μείνει και αυτός σε λίγο θα πεθάνει. Σαν το παλιό σου εαυτό.

Πρέπει να τελειώσεις αυτό το κείμενο. Δεν έχεις πει τίποτα ακόμα...

Τι να πεις; Μπορείς να πεις πολλά αλλά γιατί;

Το γράμμα. Ήταν ποτισμένο. Δεν θα πεις με τι. Ξέρει. Ξέρεις. Ίσως ξέρουν και άλλοι και σε χλευάζουν, σε λοιδορούν. Δεν σε νοιάζει πλέον. Τίποτα δεν σε νοιάζει.

Σχεδίασες πολλά να κάνεις. Μεγάλωσες... Πέρασε καιρός... Μεγάλωσε. Εσύ ωρίμασες. Η πληγή ανοιχτή όμως.

Ηλιοκαμένο.
Φεγγαρολουσμένο. Ωραίο. Ζηλευτό. Ερωτεύσιμο. Ναι, πράγματι αληθινό. Ποιος είναι αυτός που έχει τα κλειδιά του θησαυροφυλακίου; Λες ότι θα γίνεις κακός, θα τον κλέψεις , θα συμμαχήσεις με τον διάβολο, εν ανάγκη θα πιστέψεις στο Θεό.

Αλλά δεν υπάρχει για σένα βενζίνη φιλαράκο. Την πάτησες. Τσάμπα έκανες το λάθος. Κακός βγήκες στα πλακόστρωτα δρομάκια. Κακώς το είδες.

Αν δεν ήταν εκείνη η μέρα λες μέσα σου.... Αλλά και πάλι καλύτερα. Έγινες άντρας. Μεγάλωσες. Κατάλαβες.

Σε κάποια άλλη ζωή ίσως. Εκεί ναι, εδώ όχι. Και δεν ξέρεις και από λατινικά να πεις κανένα ωραίο ρητό. Αλλά και αυτά που ξέρεις δεν φτάνουν. Κάποιοι έχουν πολύ λιγότερα. Αυτοί σε νικούν

Άπιαστο. Το βλέπεις κάθε μέρα. Ήρθε η ώρα να κλίσεις τον διακόπτη. Θες να φύγεις αλλά σε ακολουθεί ενώ σου λέει φύγε ωσάν να είχε μιλιά.

Διψάς. Αλλά το νερό είναι πικρό.

Μαύρη ζωή λες. Και τότε βλέπεις το πράσινο. Και χαμογελάς. Σκέφτεσαι εκείνη τη μέρα που το είχες δίπλα. Έστω και για λίγο. Δεν το άγγιξες καν. Ίσως φοβήθηκες...

Και αναρωτιέσαι. Αλλά δεν μπορείς να φανταστείς διαφορετικό τέλος. Λες τέσσερα...., λες και άλλες 2 χιλιοειπωμένες λέξεις και κλίνεις τον φάκελο.

Το στέλνεις. Αυτή την φορά δεν θες απάντηση. Ούτε τότε ήθελες. Γιατί ήξερες...

Και κλείνεις το μάτι σε εκείνο το αστέρι που έπεσε. Ξέρεις ούτε και αυτό θα σου κάνει την ευχή. Την έχεις κάνει εκατοντάδες φορές. Την ίδια ευχή...

Ξεμπερδεύεις σιγά σιγά. Έφτασε η ώρα λες. Και πας για ύπνο. Αυτό είναι επικίνδυνο όμως. Ξέρεις λίγα νομικά όμως. Και αυτά σου λένε ότι κανένας δεν θα σε κατηγορήσει στο ύπνο σου. Εκεί μπορεί να έχεις ότι θέλεις.

Δεν θέλω να ξυπνήσω ποτέ! Αναφωνείς!

Μα στην ζωή ήρθες για να ζήσεις. Ξυπνάς, δεν έχει σημασία τι όνειρο είδες. Βάζεις καφέ στο φλιτζάνι. Δεν πειράζει που έχεις κενό μέσα σου. Δεν πειράζει πλέον που δεν έχεις σκοπό. Φοράς την ζακέτα σου. Κρυώνεις. Βγαίνεις έξω. Ο ουρανός είναι μαύρος.... Βρέχει... Και εσύ θέλεις βενζίνη για να κινηθείς. Αλλά δυστυχώς δεν μπορείς να φτάσεις μέχρι το βενζινάδικο. Σκας ένα χαμόγελο. Διαγράφεις τα πάντα. Προχωράς κάτω από καταρρακτώδη βροχή! Είσαι ευτυχισμένος! Δεν ξέρεις γιατί.

Γυρνάς σπίτι πριν την δύση του ηλίου. Δεν έχεις μπαλκόνι για δεις το ηλιοβασίλεμα. Δεν έχεις ουρανό για να δεις τα αστέρια.

Και λες 4 γράμματα, και λες 2 λέξεις...

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

na pw egw poia einai ta 4 grammata k oi 2 lexeis p les??????eeee?

B.S