Παρασκευή 29 Αυγούστου 2008

Ονειρουπόλεως 26...

Μια νέα ιστορία αρχίζει...Είναι μια ιστορία αγάπης και έρωτα μια ιστορία αφιερωμένη σε εκείνη. Στην παντοτινή ηρωίδα ...


Στον κόσμο του σήμερα τίποτα δεν σταματάει. Τα πάντα κινούνται με απίστευτη ταχύτητα, μεγαλύτερη από ότι κάθε φαντασία μπορεί να φανταστεί. Και ο πλούτος, ο πλούτος είναι αυτός που καθορίζει τις ζωές των ανθρώπων...Ο Γιώργος έχει στην δούλεψη του αμέτρητα πλάσματα αυτού του κόσμου. Που γοργά γοργά παράγουν τον πλούτο του. Ο Γιώργος έχει και μια κόρη...Την Έλενα


Η Αφροδίτη θα ζήλευε την ομορφιά της μα ο Θεός είχε διαφορετική άποψη όταν την έπλαθε. Λαμπερή, όμορφη, δυναμική αυτή η γαλανομάτα ξανθομαλλούσα είχε κάτι παραπάνω από ομορφιά. Αυτό το κάτι δεν περιγράφεται με λόγια, δεν νοείτε να εξηγηθεί...Ούτε ο καλύτερος ποιητής δεν θα μπορούσε να το περιγράψει...


Ο Ιάσων ήταν ένας απλός ανθρωπάκος αυτού του κόσμου, ένας κοινός θνητός, ένας νέος με πολλά όνειρα, με παρωχημένες ιδέες, αγνά αισθήματα. Του άρεσε η ποίηση. Σαν όνειρο είχε να καταφέρει και αυτός να γράψει κάποτε ένα ποίημα έστω ένα δίστιχο. Κάτι δυνατό, κάτι τόσο ισχυρό που θα έκανε τον πιο σκληρό άνθρωπο πάνω σε αυτό τον κόσμο να λυγίσει και να κάνει το μαντήλι υγρό από τα σκουπισμένα δάκρυα


Μια μέρα ο Ιάσων είδε στο όνειρο του μια όμορφη κοπέλα. Ένα μελαχρινό Άγγελο. Πέρασε από μπροστά του και κοιτάζοντας τον με τα καταπράσινα μάτια της του είπε: Ψάξε να βρεις τον πραγματικό πλούτο...Ήταν ένα παράξενο όνειρο. Η κοπέλα με τα πράσινα μάτια είχε ηλιοκαμένο δέρμα και φορούσε ελαφριά ρούχα παρόλο που χιόνιζε...Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά πίσω της διέκρινε τον κατακόκκινο ήλιο, έτσι όπως είναι σε ένα ηλιοβασίλεμα.


Ο Ιάσων έβλεπε κάθε μέρα αυτή την κοπέλα κάθε μέρα όλο και κάτι διαφορετικό του έλεγε. Εκείνος προσπαθούσε κάθε βράδυ κάτι να της πει, να τις μιλήσει αλλά πάντα αποτύγχανε. Στην όψη της κάθε λέξη γινόταν αστείο δίχως γέλιο, δράμα δίχως δάκρυα...Και ο Ιάσονας ζούσε ένα δράμα για γέλια...
Η Έλενα είχε τα πάντα στην ζωή της. Είχε ότι ήθελε. Χρήματα και ευτυχία. Είχε σχεδόν όλου του είδους τα πλούτη. Είχε υλικά αγαθά είχε αγάπη, έρωτα και τώρα και στο παρελθόν. Αλλά τις έλειπε κάτι όμως. Κάτι για να σταματήσει να ζει στην πραγματικότητα. Να περάσει στον κόσμου του Ονείρου...


Στην προσπάθεια του να βρει τον πραγματικό πλούτο ο Ιάσων πήγε σε μια από τις πολλές δουλειές του Γιώργου πατέρα της Έλενας Δούλευε σκληρά. Ανέβαινε γρήγορα. Κέρδιζε όλο και περισσότερα. Η μήπως όχι; Ο χρόνος για να γράφει λιγόστευε, οι ιδέες στέρευαν...Στα διαλείμματα όμως συνέχιζε να πλάθει φανταστικούς κόσμους και να εξιστορεί αγάπες και έρωτες.


Μια μέρα η Έλενα πήγε στην δουλειά του μπαμπά της για να πάρει την καθιερωμένη επιταγή. Στο διάδρομο προς το γραφείο του μπαμπά της είδε ένα πεταμένο χαρτάκι. Έσκυψε και το πήρε στα χέρια της. Ήταν ένα ποίημα. Ένα ποίημα του Ιάσονα. Το διάβαζε και το ξαναδιάβαζε. ¨Ήταν ότι πιο ωραίο είχε διαβάσει πότε. Της έφερνε αμέτρητες εικόνες , σκέψεις. Το ποίημα της μιλούσε βαθιά μέσα της. Ήταν τόσο ρομαντικό...Και να φανταστείς ότι αυτή δεν ήταν καν ρομαντική . Το ίδιο βράδυ είδε ένα παράξενο όνειρο. Ήταν λέει ένα τεράστιο, γέρικο δέντρου. Κάπου στην μέση του πουθενά. Και μια φωνή που ακουγόταν από κάπου μακριά. Μια φωνή που έλεγε: Τι είναι αυτό που πραγματικά ζητάς; Κάτω από την σκιά του γέρικου δέντρου στεκόταν ένας άντρας. Καθισμένος στο έδαφος με σκυμμένο το κεφάλι. Είχε απλωμένο το χέρι σαν κάτι να ζητούσε...Τότε ένα μαγικό πλασματάκι ξεπήδησε από τον ουρανό. Έμοιαζε με μικρό πουλί. Και ψιθύρισε στην Έλενα ότι ο άντρας μπροστά της ήταν ο ζητιάνος του έρωτα.


Τα πράγματα δεν πήγαιναν καλά για τον Ιάσονα, Από την στιγμή που έχασε εκείνο το ποίημα στην δουλεία είχε σταματήσει να ονειρεύεται αυτήν την πανέμορφη κοπέλα. Είχε χάσει το ταλέντο του, δεν μπορούσε για μέρες, για βδομάδες να γράψει τίποτα. Έβλεπε τα πράγματα στην δουλεία να μην του πηγαίνουν καλά Έχανε τα πλούτη του...Αποφάσισε ότι για όλα φταίει που έχασε το ποίημα και έτσι αποφάσισε να το αναζητήσει...


Ούτε όμως για την Έλενα τα πράγματα πήγαιναν καλά. Κάθε βράδυ έβλεπε παράξενα όνειρα. Χώρισε με το αγόρι της, η μητέρα της αρρώστησε. Ο πατέρας της κατέρρεε οικονομικά. Ήταν πλέον σίγουρη. Για όλο έφταιγε αυτό το ποίημα. Αυτός ο καταραμένος ποιητής...


Ο Ιάσων ήταν απελπισμένος γιατί δεν μπορούσε να βρει το ποίημα του. Δεν μπορούσε καν να το θυμηθεί...


Η Έλενα είχε μιλήσει με εκατοντάδες υπαλλήλους του πατέρα της. Κανείς δεν ήξερε για το ποίημα. Δεν μπορούσε άλλο. Κάθε βράδυ έκλαιγε. Δεν άντεχε άλλο.
Ένα βράδυ που έβρεχε, η Έλενα είδε ένα όνειρο. Πάλι το ζητιάνο, πάλι το δέντρο, το παράξενο πλάσμα αλλά αυτή την φορά η φωνή που ακούστηκε της είπε ξεκάθαρα. Αύριο βράδυ στις 12 πήγαινε στη οδό Ονειρουπόλεως 26...


Ο Ιάσων εκείνο το βράδυ είδε πάλι μετά από πολύ καιρό ένα όνειρο. Αλλά ήταν τόσο παράξενο. Η κοπέλα ήταν κάπως διαφορετική...Βέβαια δεν μπορούσε να την διακρίνει καλά γιατί κρυβόταν πίσω από ένα μεγάλο δέντρο. Αλλά τα μάτια της σαν να είχαν άλλο χρώμα, σαν να ήταν γαλάζια, και το δέρμα της δεν ήταν πια ηλιοκαμένο ήταν πιο λευκό, ίσως λίγο πιο ψυχρό. Πήγαινε στη οδό Ονειρουπόλεως 26 αύριο στις 12 του είπε....


Έτσι και έγινε. Την επόμενη μέρα η Έλενα ετοιμάστηκε για να πάει. Πήρε μαζί της το ποίημα χωρίς να ξέρει το γιατί και πήγε στο προκαθορισμένο μέρος....Το ρολόι έγραφε 12 παρά 1 λεπτό. Είδε ένα γέρικο δέντρο στο μέσο της μικρής αυτής οδού. Ένα δέντρο σαν αυτό του ονείρου...Πάνω του χαραγμένα ονόματα και πιο δίπλα σε ένα τοίχο γραμμένη η ιστορία του δέντρου. Λέγετε ότι κάτω από το δέντρο ήταν θαμμένοι δύο νέοι, δύο νέοι που ερωτεύθηκαν παράφορα που όμως η κοινωνία μας τους στέρησε το δικαίωμα στο όνειρο...


Ο Ιάσων έφτασε στις 12 και 1. Πλησίασε τρομαγμένος σιγά σιγά. Είδε ένα τεράστιο δέντρο. Και ξαφνικά από πίσω του ξεπρόβαλε μια πανέμορφη κοπέλα. Μια κόρη ξανθή με μεγάλα καταγάλανα μάτια και λαμπερό πρόσωπο. Η Έλενα πλησίασε τον φοβισμένο νέο. Ήταν ένα φυσιολογικό παλικάρι εκεί κάπου στα 25 σαν και αυτή. Άρχισε να του μιλάει αλλά εκείνος δεν απαντούσε. Δεν ήξερε τι να πει, είχε μείνει έκθαμβος, θαρρείς και ο χρόνος είχε σταματήσει. Θαρρείς και το έδαφος χανόταν από τα πόδια του.
-Λοιπόν θα μιλήσεις καθόλου; Τι είσαι;
-Ποιητής
-Ποιητής;
-Ναι
-Και γιατί ένας ποιητής δεν έχει λόγια;
-Ακόμα και ο καλύτερος ποιητής στο κόσμο δεν θα είχε λέξεις για να περιγράψει αυτό που εγώ βλέπω μπροστά μου αυτή την στιγμή.
-Δεν πιστεύω ότι είσαι ποιητής...



Τότε ο Ιάσων άρχισε να απαγγέλνει ένα ποίημα. Η Έλενα τον κοίταγε στα μάτια. Η φωνή του την διαπερνούσε. Το βλέμμα του την σκλάβωνε, το ύφος του ήταν τόσο ερωτεύσιμο...Ξάφνου σήκωσε το κομμάτι χαρτί. Το κοίταξε...Ναι ήταν το ίδιο, το ποίημα που άκουγε ήταν το ίδιο με αυτό που της απάγγελνε ο παράξενος νέος...Είχε βρει τον ποιητή! Τον πλησίασε...Το ίδιο έκανε και αυτός. Τα σώματα τους έτρεμαν, οι ανάσες του ήταν κομμένες, τα μάτια τους λαμπίριζαν. Πλησίασε και την φίλησε. Εκείνη ανταπέδωσε. Το μεγάλο γέρικο δέντρο έγειρε το κλαδιά του. Σαν να ήθελε να τους προστατεύσει, να τους κρύψει στα σπλάχνα του...


Το ίδιο συνέβαινε κάθε βράδυ. Κάθε βράδυ στις 12 βρίσκονταν στην οδό Ονειροπόλεως 26. Εκείνος απάγγελνε και εκείνη κοιτούσε. Αυτή τον κράταγε εκείνος απλά την θαύμαζε. Λόγια δεν υπήρχαν, μόνο η ανεμική κίνηση του δέντρου. Ησυχία...
Ένα βράδυ και ενώ ο Ιάσων απλά κοιτούσε την Έλενα, την ηρωίδα του, αυτή γύρισε την πλάτη της και έφυγε τρέχοντας. Και δεν ξανάρθε... Ο Ιάσων πήγαινε εκεί κάθε βράδυ. Μάταια...


Η ζωή του Ιάσονα όμως ξαναμπήκε στον ίσιο δρόμο. Είχε πλέον χαρές, κέρδη στην ζωή και στην δουλεία του. Είχε ξαναβρεί και το ταλέντο του στο γράψιμο...
Το ίδιο συνέβαινε και με την Έλενα, είχε πλέον την παλιά της ζωή. Σε λίγες μέρες θα παντρευόταν ένα πλούσιο και όμορφο νέο.


Ήταν Πέμπτη βράδυ, έξω έβρεχε καταρρακτωδώς και φυσούσε με μανία. Ο Ιάσων αποφάσισε να μην πάει για πρώτη φορά μετά από καιρό στην Οδό Ονειρουπόλεως 26. Το ίδιο βράδυ η Έλενα σκέφτηκε μετά από καιρό να πάει στην οδό Ονειρουπόλεως 26. Βγήκε έξω. Έφτασε μετά από λίγο. Όλα ήταν όπως τα είχε αφήσει. Το δέντρο, οι επιγραφές, οι τοίχοι, όλα ίδια, μόνο ο ποιητής έλειπε. Τον περίμενε όλο το βράδυ. Τα ρούχα της είχαν γίνει μούσκεμα, το δέρμα της υγρό τα μαλλιά της ανακατωμένα. Κρύωνε...Σε λίγο θα ξημέρωνε. Αποφάσισε να φύγει. Σηκώθηκε...Ξάφνου βλέπει απέναντι της καθισμένο ένα νέο άντρα με σκυμμένο το κεφάλι και απλωμένο χέρι. Το γέρικο δέντρο για άλλη μια φορά έβαλε τα κλαδιά του μπροστά, η νύχτα μεγάλωσε...Του έπιασε το χέρι. Ήξερε ότι ήταν ο ζητιάνος που είχε δει στο όνειρο της. Εκείνος σηκώθηκε όρθιος. Σήκωσε τι κεφάλι του και την κοίταξε μέσα στα καταγάλανα μάτια της. Ήταν ο Ιάσων, Εκείνη τον αγκάλιασε και τον φίλησε. Έκαναν έρωτα...Το δέντρο είχε φροντίσει για όλα...
Ξημέρωνε έπρεπε να φύγουν...Τότε εκείνη του είπε ότι δεν γίνεται...Ότι παντρεύεται κάποιον άλλο, ότι τέτοιοι έρωτες υπάρχουν μόνο στα παραμύθια. Εκείνος την παρακάλεσε, έκλαψε αλλά μέσα του ήξερε...Πλησίασε τα χείλη της για τελευταία φορά...Την φίλησε...Σηκώθηκε και χάθηκε στο σκοτάδι. Ένας ποιητής ξέρει ότι οι μεγαλύτεροι έρωτες είναι απραγματοποίητοι. Ξέρει ότι ένας έρωτας για να είναι τέλειος δεν πρέπει να είναι αληθινός.


Στις 7 το πρωί το ξυπνητήρι χτύπησε. Ο Ιάσων σηκώθηκε γρήγορα. Είχε δει ένα παράξενο όνειρο. Θαρρείς και ονειρευόταν μέρες. Κάτι, ότι δούλευε σε έναν Γιώργο, για ένα δέντρο, για μια κοπέλα με γαλάζια μάτια, για μια οδό Ονειρουπόλεως...


Πήρε την πένα του και άρχισε να γράφει. Μια νέα ιστορία άρχιζε. Μια ιστορία αγάπης και έρωτα. Μια όμορφη κοπέλα. Με ωραία μάτια.... Μια ισπανίδα χορεύτρια λοιπόν, η Ελένα με απίστευτα καταγάλανα μάτια. Η ηρωίδα του...Η παντοτινή του ηρωίδα...